πρᾶξαι — πράσσω pass through aor imperat mid 2nd sg πράσσω pass through aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
безпоносьнъ — (1*) пр. Не вызывающий укора, осуждения, безупречный: Сице подобаѥть расмотрити, не како лзѣ намъ ѡзлобити инѣхъ, но како мы быхомъ беспоносно дѣ˫аниѥ оустроити хотѣли (τι πρᾶξαι καλόν) Пч к. XIV, 8 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
ετοιμότητα — η (ΑΜ ἑτοιμότης) [έτοιμος] 1. το να είναι κάποιος προετοιμασμένος, έτοιμος για κάτι («ετοιμότητα πολέμου») 2. η ευχέρεια στη διατύπωση νοημάτων, το να μιλάει κάποιος με ευχέρεια και γρήγορα, η ετοιμολογία, η ευστροφία τού πνεύματος («έχει… … Dictionary of Greek
θράσσω — και αττ. τ. θράττω (Α) 1. συγχέω, ανησυχώ, ενοχλώ 2. καταστρέφω, αφανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θρᾱχ jω, με παρακμ. τέτρη χα (πρβλ. τέ θνη κα) και αόρ. θράξαι, εθράχθη κατά το πράσσω πράξαι. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολ. και αντ αυτής χρησιμοποιείται στον … Dictionary of Greek