πράξαι

πράξαι
πράσσω
pass through
aor imperat mid 2nd sg
πράσσω
pass through
aor inf act
πράξαῑ , πράσσω
pass through
aor opt act 3rd sg
πρά̱ξαῑ , πράσσω
pass through
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρᾶξαι — πράσσω pass through aor imperat mid 2nd sg πράσσω pass through aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • безпоносьнъ — (1*) пр. Не вызывающий укора, осуждения, безупречный: Сице подобаѥть расмотрити, не како лзѣ намъ ѡзлобити инѣхъ, но како мы быхомъ беспоносно дѣ˫аниѥ оустроити хотѣли (τι πρᾶξαι καλόν) Пч к. XIV, 8 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • ετοιμότητα — η (ΑΜ ἑτοιμότης) [έτοιμος] 1. το να είναι κάποιος προετοιμασμένος, έτοιμος για κάτι («ετοιμότητα πολέμου») 2. η ευχέρεια στη διατύπωση νοημάτων, το να μιλάει κάποιος με ευχέρεια και γρήγορα, η ετοιμολογία, η ευστροφία τού πνεύματος («έχει… …   Dictionary of Greek

  • θράσσω — και αττ. τ. θράττω (Α) 1. συγχέω, ανησυχώ, ενοχλώ 2. καταστρέφω, αφανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θρᾱχ jω, με παρακμ. τέτρη χα (πρβλ. τέ θνη κα) και αόρ. θράξαι, εθράχθη κατά το πράσσω πράξαι. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολ. και αντ αυτής χρησιμοποιείται στον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”